-
1 κῴδιον
A sheepskin, fleece, Ar.Eq. 400, Ra. 1478, Pl. Prt. 315d, Men.Sam. 189, IG12.80.17, 11(2).287 A24 (Delos, iii B.C.), PPetr.2p.108 (iii B.C.), etc.; of the Golden Fleece, Luc.Gall.1. -
2 ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπομπ-έομαι, [tense] fut. - ήσομαι (in pass. sense, Themist.Ep.4.5; act. form in Eust.1935.12):—A escort out of the city the δῖον κῴδιον (v. κῴδιον): hence generally, conjure away, Pl.Cra. 396e, Onos.5, Ph.1.239, Lib.Decl.15.34;μετ' εὐπρεπείας τοὺς φιλοσόφους ἐκ τῆς πόλεως Plu.Cat.Ma.22
;τινὰς τοῦδε τοῦ γράμματος Gal.Thras.37
.2 generally, set aside, waive,τὸ προβληθέν Ath.9.401b
, cf. Theo Sm. p.200H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδιοπομπέομαι
См. также в других словарях:
κώδιον — κώδιον, τὸ (ΑM, Α και κῴδιον) δέρμα προβάτου, προβιά αρχ. 1. το χρυσόμαλλο δέρας 2. φρ. «Δῑον κῴδιον» δέρμα κριαριού που χρησιμοποιούνταν σε εξαγνιστικές ιεροτελεστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῴδιον < θ. κω τού κῶας + κατάλ. ίδιον, τής οποίας το ι… … Dictionary of Greek